μύρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύρτος | οι | μύρτοι |
γενική | της | μύρτου | των | μύρτων |
αιτιατική | τη | μύρτο | τις | μύρτους |
κλητική | μύρτε (μύρτο) |
μύρτοι | ||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύρτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύρτος (θηλυκό). Δείτε και η μυρτιά, και το ουδέτερο το μύρτο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmiɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύρ‐τος
- ομόηχο: Μύρτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύρτος θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μύρτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μύρτος | αἱ | μύρτοι |
γενική | τῆς | μύρτου | τῶν | μύρτων |
δοτική | τῇ | μύρτῳ | ταῖς | μύρτοις |
αιτιατική | τὴν | μύρτον | τὰς | μύρτους |
κλητική ὦ! | μύρτε | μύρτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μύρτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μύρτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύρτος < πιθανόν σημιτικής προέλευσης M-R-R (δριμύς, πικρός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: μυρτιά, ⇒ νέα ελληνικά: μυρτιά, μύρτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύρτος θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μύρτον (ουδέτερο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀμυρτόν
- φιλομυρτοφαγηκόμος
- ἱερόμυρτος
- μικρόμυρτος
- μυρτάκανθος
- Μυρτάλη
- μυρταλίς
- μυρτὰς
- Μυρτάς
- μυρτεών
- μύρτη
- Μυρτηνόν (τοπωνύμιο)
- Μυρτία
- μυρτίδανον
- Μυρτίλος
- μυρτίλωψ
- μυρτίνη
- μύρτινος
- Μύρτιον
- μυρτίς
- Μυρτίς
- Μύρτις
- Μυρτίσκη
- μυρτίτης οἶνος
- μυρτομιγής
- μυρτοπέταλον
- μυρτοπώλης
- μυρτόσπληνον
- Μύρτουσσα
- μυρτόχειλα (πληθυντικός, ουδέτερο)
- Μυρτώ
- μύρτων
- Μυρτῷος (επίθετο)
- Μυρτώσιον (τοπωνύμιο)
- μυρτωτή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- μύρτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μύρτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)