νήφων
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- νήφων (ελληνιστική κοινή) < (ουσιαστικοποιημένη μετοχή) νήφων < αρχαία ελληνική νήφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νήφων | οἱ/αἱ | νήφονες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | νήφονος | τῶν | νηφόνων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | νήφονῐ | τοῖς/ταῖς | νήφοσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νήφονᾰ | τοὺς/τὰς | νήφονᾰς | ||||
κλητική ὦ! | νῆφον | νήφονες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νήφονε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νηφόνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
νήφων αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- νήφων: ρηματικός τύπος
Μετοχή
[επεξεργασία]νήφων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος νήφω
Πηγές
[επεξεργασία]- νήφων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νήφων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γείτων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γείτων' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γείτων' κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λήγων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)