ξυλόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλόφωνο | τα | ξυλόφωνα |
γενική | του | ξυλοφώνου | των | ξυλοφώνων |
αιτιατική | το | ξυλόφωνο | τα | ξυλόφωνα |
κλητική | ξυλόφωνο | ξυλόφωνα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xylophone < αρχαία ελληνική ξύλον + φωνή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksi.ˈlɔ.fɔ.nɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλόφωνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) κρουστό μουσικό όργανο, αποτελούμενο από ξύλινες πλάκες ίδιου πλάτους και πάχους αλλά διαφορετικού μήκους, που παράγουν φθόγγους δύο ή και τριών μουσικών κλιμάκων με τη χρήση μπαγκετών