ολοφυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοφυτικός η ολοφυτική το ολοφυτικό
      γενική του ολοφυτικού της ολοφυτικής του ολοφυτικού
    αιτιατική τον ολοφυτικό την ολοφυτική το ολοφυτικό
     κλητική ολοφυτικέ ολοφυτική ολοφυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοφυτικοί οι ολοφυτικές τα ολοφυτικά
      γενική των ολοφυτικών των ολοφυτικών των ολοφυτικών
    αιτιατική τους ολοφυτικούς τις ολοφυτικές τα ολοφυτικά
     κλητική ολοφυτικοί ολοφυτικές ολοφυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολοφυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική holophytic < αρχαία ελληνική ὅλος + φυτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ολοφυτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]