παροξυμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροξυμμένος < αρχαία ελληνική παροξυμμένος[1], μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παροξύνω[1] < παρά + ὀξύνω < ὀξύς
Μετοχή[επεξεργασία]
παροξυμμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροξυμμένος
|
- ↑ 1,0 1,1 παροξύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.