πελάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελάζω < πέλας (=πλησίον)
Ρήμα[επεξεργασία]
πελάζω
Παροιμίες[επεξεργασία]
- ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει (Πλάτων, Συμπόσιον 195b)
- αντιστοιχεί στο νεοελληνικό «όνος όνο τρίβει»