πολυπλεξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυπλεξία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiplexing < multi- (πολυ- + -plex (< λατινικά plectere < αρχαία ελληνικά πλεκ- (πλέκω) ή complex
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.li.pleˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐πλε‐ξί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυπλεξία θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) η μέθοδος, η οποία επιτρέπει σε ψηφιακά δεδομένα ή αναλογικά σήματα από διαφορετικές πηγές, να διέλθουν μέσα από το ίδιο φυσικό μέσο (ένα καλώδιο, στην ενσύρματη επικοινωνία, ή ο ελεύθερος χώρος, στην ασύρματη επικοινωνία). Με αυτόν τον τρόπο κάποιος πόρος, ο οποίος είναι σπάνιος, διαμοιράζεται σε πολλαπλούς χρήστες.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- multiplexing στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυπλεξία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)