σατιρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατιρικός < γαλλική satirique < satire < λατινική satira < satura, θηλυκό του satur < satis < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sh₂tis (χορτασμός, πλησμονή) < *seh₂- (χορταίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.ti.ɾi.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /sa.ti.ɾi.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /sa.ti.ɾi.ˈkɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
σατιρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη σάτιρα
- που διακωμωδεί πρόσωπα και καταστάσεις
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: σάτιρα