στῆθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στήθος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στῆθος τὰ στήθη - στήθε
      γενική τοῦ στήθους - στήθεος τῶν στηθῶν - στηθέων
      δοτική τῷ στήθει - στήθεῐ̈ τοῖς στήθεσ(ν)
    αιτιατική τὸ στῆθος τὰ στήθη - στήθεα
     κλητική ! στῆθος στήθη - στήθεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στήθει - στήθεε
γεν-δοτ τοῖν  στηθοῖν - στηθέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στῆθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στῆθος, - εος/-ους ουδέτερο

  1. (ανατομία) στήθος, εμπρόσθιο μέρος του θώρακα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 221 (221-222)
    ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη | καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν,
    Αλλ᾽ άμ᾽ από τα στήθη του βγήκε η φωνή η μεγάλη | και ωσάν πυκνές χιονόψιχες οι λόγοι του πετιόνταν,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 503 (502-505)
    Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν | ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς θ᾽· ὁ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων | ἐκ χροὸς ἕλκε δόρυ, προτὶ δὲ φρένες αὐτῷ ἕποντο· | τοῖο δ᾽ ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ᾽ αἰχμήν.
    Τα μάτια εκεί του κλείει | και τα ρουθούνια ο θάνατος· πατώντας τον στο στήθος | μαζί μ᾽ όλους τους πνεύμονας την λόγχην ανασπάει, | την άκρην έπειτα τραβά και αντάμα η ψυχή του.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 51
    στήθεα πεπλήγοντο, Θέτις δ᾽ ἐξῆρχε γόοιο·
    στηθοκοπιούνταν κι έκανεν αρχήν του θρήνου η Θέτις:
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (ανατομία) στέρνο
  3. (μεταφορικά) (ως η έδρα συναισθημάτων) στήθος, καρδιά
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 452 (451-452)
    ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ | στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα,
    η καρδιά | στο στήθος μου σπαράζει κατά το στόμα·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 645 (644-645)
    κέκλυτέ μευ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα, | ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
    Ακούστε με τέκνα λαμπρά της Γης και τ᾽ Ουρανού, | για να σας πω αυτά που μες στα στήθη μου η καρδιά προστάζει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. (ανατομία) σαρκώδες τμήμα της παλάμης του χεριού
  5. (ιατρική) οίδημα, πρήξιμο
  6. λόφος ή ύψωμα σε σχήμα στήθους

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]