σύσπαστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsi.spa.sto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σπα‐στο

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύσπαστο τα σύσπαστα
      γενική του σύσπαστου των σύσπαστων
    αιτιατική το σύσπαστο τα σύσπαστα
     κλητική σύσπαστο σύσπαστα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύσπαστο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστον < σύσπαστος / συσπαστός. Συγχρονικά αναλύεται σε σύ- + σπαστό ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύσπαστος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύσπαστο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σύσπαστο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σύσπαστο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σύσπαστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύσπαστος

Πηγές[επεξεργασία]