σύσπαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύσπαστος η σύσπαστη το σύσπαστο
      γενική του σύσπαστου της σύσπαστης του σύσπαστου
    αιτιατική τον σύσπαστο τη σύσπαστη το σύσπαστο
     κλητική σύσπαστε σύσπαστη σύσπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύσπαστοι οι σύσπαστες τα σύσπαστα
      γενική των σύσπαστων των σύσπαστων των σύσπαστων
    αιτιατική τους σύσπαστους τις σύσπαστες τα σύσπαστα
     κλητική σύσπαστοι σύσπαστες σύσπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύσπαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστος (που μπορεί να συμπτυχθεί). Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σπαστός.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsi.spa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σπα‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

σύσπαστος, -η, -ο

  1. που μπορεί να μαζεύεται, να συμπτύσσεται ή να κλείνει με σύσπαση
     συνώνυμα: σπαστός, πτυσσόμενος
  2. (ιατρική) που έχει παρουσιάσει συστολή και δυσκαμψία
    χρειάζεται παράθεμα που να εξηγεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις και, συσπώ, σύν και σπάω / σπάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύσπαστος τὸ σύσπαστον
      γενική τοῦ/τῆς συσπάστου τοῦ συσπάστου
      δοτική τῷ/τῇ συσπάστ τῷ συσπάστ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύσπαστον τὸ σύσπαστον
     κλητική ! σύσπαστε σύσπαστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύσπαστοι τὰ σύσπαστ
      γενική τῶν συσπάστων τῶν συσπάστων
      δοτική τοῖς/ταῖς συσπάστοις τοῖς συσπάστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συσπάστους τὰ σύσπαστ
     κλητική ! σύσπαστοι σύσπαστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συσπάστω τὼ συσπάστω
      γεν-δοτ τοῖν συσπάστοιν τοῖν συσπάστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύσπαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σπαστός → δείτε τη λέξη συσπώ.

Επίθετο[επεξεργασία]

σύσπαστος, -ος, -ον

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]