ταυτοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτοτικός η ταυτοτική το ταυτοτικό
      γενική του ταυτοτικού της ταυτοτικής του ταυτοτικού
    αιτιατική τον ταυτοτικό την ταυτοτική το ταυτοτικό
     κλητική ταυτοτικέ ταυτοτική ταυτοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτοτικοί οι ταυτοτικές τα ταυτοτικά
      γενική των ταυτοτικών των ταυτοτικών των ταυτοτικών
    αιτιατική τους ταυτοτικούς τις ταυτοτικές τα ταυτοτικά
     κλητική ταυτοτικοί ταυτοτικές ταυτοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυτοτικός < ταυτότητα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική identical[1]. Μαθηματικά: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική identity (function)[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.fto.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταυ‐το‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ταυτοτικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που έχει σχέση με την ταυτότητα κάποιου, την διάκρισή του από άλλα όμοια, την αναγνώριση βάσει μοναδικών χαρακτηριστικών
  2. (μαθηματικά) που αφορά συνάρτηση, εξίσωση κ.λπ. που οι εισαγόμενοι και εξακόμενοι όροι έχουν την ίδια τιμή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 ταυτοτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)