τραγουδισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραγουδισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τραγουδάω / τραγουδώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐γου‐δι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
τραγουδισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που τον έχουν τραγουδήσει
- που τον έχουν εξυμνήσει με ποιήματα, τραγούδια
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -τραγουδισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)