τρούφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρούφα | οι | τρούφες |
γενική | της | τρούφας | των | τρουφών |
αιτιατική | την | τρούφα | τις | τρούφες |
κλητική | τρούφα | τρούφες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρούφα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρούφα θηλυκό