υπερτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερτροφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypertrophique < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τροφή < τρέφω
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερτροφικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που παρουσιάζει υπερτροφία
- (μεταφορικά) που είναι υπερβολικά ανεπτυγμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις υπερτροφία, υπέρ και τρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερτροφικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)