υστερόβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υστερόβουλος < (καθαρεύουσα) ὑστερόβουλος < ὑστεροβουλ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινή) ὑστεροβουλία. Μορφολογικά αναλύεται σε υστερό- + -βουλος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.steˈɾo.vu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στε‐ρό‐βού‐λος
- τονικό παρώνυμο: υστεροβούλως
Επίθετο[επεξεργασία]
υστερόβουλος, -η, -ο
- που ενεργεί με υστεροβουλία, που κάνει κάτι χωρίς να φανερώνει ότι έχει απώτερο σκοπό να ικανοποιήσει ιδιοτελή συμφέροντα και επιδιώξεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υστεροβουλία, ύστερα και βουλή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υστερό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βουλος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)