χρηματοδοτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xɾi.ma.to.ðo.tiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρη‐μα‐το‐δο‐τη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
χρηματοδοτημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρηματοδοτώ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χρηματοδοτούμενος
- → δείτε τις λέξεις χρηματοδοτώ, χρήμα και δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηματοδοτημένος
|