χρωματισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρωματισμένος η χρωματισμένη το χρωματισμένο
      γενική του χρωματισμένου της χρωματισμένης του χρωματισμένου
    αιτιατική τον χρωματισμένο τη χρωματισμένη το χρωματισμένο
     κλητική χρωματισμένε χρωματισμένη χρωματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρωματισμένοι οι χρωματισμένες τα χρωματισμένα
      γενική των χρωματισμένων των χρωματισμένων των χρωματισμένων
    αιτιατική τους χρωματισμένους τις χρωματισμένες τα χρωματισμένα
     κλητική χρωματισμένοι χρωματισμένες χρωματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾo.ma.tiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρω‐μα‐τι‐σμέ‐νος
παρώνυμο: χρηματισμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

χρωματισμένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]