Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐπικυδής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ἐπικύδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπικυδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐπικυδής, -ής, -ές, συγκριτικός: ἐπικυδέστερος

  1. ένδοξος, επιφανής
     δείτε παράθεμα στο ἐπικυδέστερος
  2. λαμπρός, επιτυχημένος
     δείτε παράθεμα στο ἐπικυδέστερος
  3. περισσότερο αισιόδοξος
     δείτε παράθεμα στο ἐπικυδέστερος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπικυδής τὸ ἐπικυδές
      γενική τοῦ/τῆς ἐπικυδοῦς τοῦ ἐπικυδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐπικυδεῖ τῷ ἐπικυδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπικυδ τὸ ἐπικυδές
     κλητική ! ἐπικυδές ἐπικυδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπικυδεῖς τὰ ἐπικυδ
      γενική τῶν ἐπικυδῶν τῶν ἐπικυδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπικυδέσ(ν) τοῖς ἐπικυδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπικυδεῖς τὰ ἐπικυδ
     κλητική ! ἐπικυδεῖς ἐπικυδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπικυδεῖ τὼ ἐπικυδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπικυδοῖν τοῖν ἐπικυδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές