ἐρίβρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρίβρομος τὸ ἐρίβρομον
      γενική τοῦ/τῆς ἐριβρόμου τοῦ ἐριβρόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐριβρόμ τῷ ἐριβρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρίβρομον τὸ ἐρίβρομον
     κλητική ! ἐρίβρομε ἐρίβρομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρίβρομοι τὰ ἐρίβρομ
      γενική τῶν ἐριβρόμων τῶν ἐριβρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐριβρόμοις τοῖς ἐριβρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐριβρόμους τὰ ἐρίβρομ
     κλητική ! ἐρίβρομοι ἐρίβρομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐριβρόμω τὼ ἐριβρόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐριβρόμοιν τοῖν ἐριβρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρίβρομος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐρίβρομος, -ος, -ον

  1. που φωνάζει δυνατά, βροντόφωνος
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 3 @scaife.perseus, @el.wikisource
    πρῶται μὲν Χάριτές τ’ ἔλαχον καὶ ἐύφρονες Ὧραι
    μοῖραν καὶ Διόνυσος ἐρίβρομος, οἵπερ ἔτευξαν.
  2. (για ζώα) που βρυχάται δυνατά
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 11 (10). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 20 (11.19-11.20)
    τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ᾽ αἴθων ἀλώπηξ | οὔτ᾽ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος.
    Ποτέ η κοκκινότριχη αλεπού | και τα λιοντάρια που βαριά βρυχιούνται το φυσικό τους ήθος δεν θα αλλάξουν.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  3ος κε αιώνας Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4.80, @scaife.perseus
    ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
    εκεί σε σπηλιές λιοντάρι με βροντερή φωνή και ωραίο τρίχωμα
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  3. πολύ ηχηρός, βροντώδης
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 6. Ξενοκράτει Ἀκραγαντίνῳ ἅρματι, 12 (6.11-6.15)
    τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθών | ἐριβρόμου νεφέλας | στρατὸς ἀμείλιχος, οὔτ᾽ ἄνεμος ἐς μυχούς | ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει | τυπτόμενον.
    Αυτόν ούτε οι καταιγίδες του χειμώνα, | ο αμείλιχτος των εχθρών ο στρατός που ορμάει | από τις βουερές νεφέλες, | ούτε οι ανεμοθύελλες που τον χτυπούν με κάθε λογής χαλίκια | μπορούν στης θάλασσας τα βάθη να τον πάνε.
    Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]