ὁπλοφόρος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ὁπλοφόρος, -ος, -ον
- (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) που φέρει όπλα, πολεμιστής, στρατιώτης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 190 (189-191)
- ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας | ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλουσ᾽ | ἵππων τ᾽ ὄχλον ἰδέσθαι.
- των Δαναών να δω ποθούσα | το στρατό τον ασπιδόφραχτο, | τις σκηνές, γεμάτες όπλα, και τ᾽ αμάξια τα πολλά.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας | ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλουσ᾽ | ἵππων τ᾽ ὄχλον ἰδέσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 2.37 @scaife.perseus
- οὗτοι δὲ ὁπλοφόρου μὲν τάξεως ἀπολελύσονται, ἃ δὲ ἐπίστανται, τῷ βουλομένῳ μισθοῦ ὑπηρετοῦντες ἐν τῷ τεταγμένῳ ἔσονται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 3.3 @scaife.perseus
- ὅπου δὲ στενωτέρα εἴη ἡ ὁδός, διὰ μέσου ποιούμενοι τὰ σκευοφόρα ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπορεύοντο οἱ ὁπλοφόροι· καὶ εἴ τι ἐμποδίζοι, οἱ κατὰ ταῦτα γιγνόμενοι τῶν στρατιωτῶν ἐπεμέλοντο.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αιμίλιος Παύλος, 32.8 @scaife.perseus
- μετὰ δὲ τὰς ὁπλοφόρους ἁμάξας ἄνδρες ἐπἐπορεύοντο τρισχίλιοι νόμισμα φέροντες ἀργυροῦν ἐν ἀγγείοις ἑπτακοσίοις πεντήκοντα τριταλάντοις, ὧν ἕκαστον ἀνὰ τέσσαρες ἐκόμιζον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 190 (189-191)
- (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) που φέρει δόρυ, δορυφόρος
- (επάγγελμα) δικαστής ή θρησκευτικός αξιωματούχος
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από το νησί της Σαμοθράκης. IG XII,8 178. στ. 2-3, @epigraphy.packhum.org
- ἀπὸ Ἀζωρίου στρατ̣ηγὸς Τριπολιτ̣[ῶ]ν̣ καὶ
ὁπλοφόρος Παρμενίσσκος· ἀκόλουθος Μένανδρος
- ἀπὸ Ἀζωρίου στρατ̣ηγὸς Τριπολιτ̣[ῶ]ν̣ καὶ
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από το νησί της Σαμοθράκης. IG XII,8 178. στ. 2-3, @epigraphy.packhum.org
- προσωνυμία της Αθηνάς και του Άρεως
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ὁπλοφορέω
- ὁπλοφυλάκιον
- ὁπλοφύλαξ
- → δείτε και τις λέξεις φέρω και ὅπλον
Πηγές
[επεξεργασία]- ὁπλοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁπλοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ὁπλο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Επαγγέλματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)