Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὁπλοφόρος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: οπλοφόρος
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὁπλοφόρος τὸ ὁπλοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ὁπλοφόρου τοῦ ὁπλοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ὁπλοφόρ τῷ ὁπλοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁπλοφόρον τὸ ὁπλοφόρον
     κλητική ! ὁπλοφόρε ὁπλοφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὁπλοφόροι τὰ ὁπλοφόρ
      γενική τῶν ὁπλοφόρων τῶν ὁπλοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὁπλοφόροις τοῖς ὁπλοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὁπλοφόρους τὰ ὁπλοφόρ
     κλητική ! ὁπλοφόροι ὁπλοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁπλοφόρω τὼ ὁπλοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ὁπλοφόροιν τοῖν ὁπλοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὁπλοφόρος < ὁπλο- + -φόρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁπλοφόρος, -ος, -ον

  1. (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) που φέρει όπλα, πολεμιστής, στρατιώτης
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 190 (189-191)
    ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας | ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλουσ᾽ | ἵππων τ᾽ ὄχλον ἰδέσθαι.
    των Δαναών να δω ποθούσα | το στρατό τον ασπιδόφραχτο, | τις σκηνές, γεμάτες όπλα, και τ᾽ αμάξια τα πολλά.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 2.37 @scaife.perseus
    οὗτοι δὲ ὁπλοφόρου μὲν τάξεως ἀπολελύσονται, ἃ δὲ ἐπίστανται, τῷ βουλομένῳ μισθοῦ ὑπηρετοῦντες ἐν τῷ τεταγμένῳ ἔσονται.
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 3.3 @scaife.perseus
    ὅπου δὲ στενωτέρα εἴη ἡ ὁδός, διὰ μέσου ποιούμενοι τὰ σκευοφόρα ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπορεύοντο οἱ ὁπλοφόροι· καὶ εἴ τι ἐμποδίζοι, οἱ κατὰ ταῦτα γιγνόμενοι τῶν στρατιωτῶν ἐπεμέλοντο.
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αιμίλιος Παύλος, 32.8 @scaife.perseus
    μετὰ δὲ τὰς ὁπλοφόρους ἁμάξας ἄνδρες ἐπἐπορεύοντο τρισχίλιοι νόμισμα φέροντες ἀργυροῦν ἐν ἀγγείοις ἑπτακοσίοις πεντήκοντα τριταλάντοις, ὧν ἕκαστον ἀνὰ τέσσαρες ἐκόμιζον·
  2. (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) που φέρει δόρυ, δορυφόρος
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἱέρων, 2.8 @scaife.perseus
    αὐτοί τε γοῦν ὡπλισμένοι οἴονται ἀνάγκην εἶναι διάγειν καὶ ἄλλους ὁπλοφόρους ἀεὶ συμπεριάγεσθαι.
  3. (επάγγελμα) δικαστής ή θρησκευτικός αξιωματούχος
      2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από το νησί της Σαμοθράκης. IG XII,8 178. στ. 2-3, @epigraphy.packhum.org
    ἀπὸ Ἀζωρίου στρατ̣ηγὸς Τριπολιτ̣[ῶ]ν̣ καὶ
    ὁπλοφόρος Παρμενίσσκος· ἀκόλουθος Μένανδρος
  4. προσωνυμία της Αθηνάς και του Άρεως

Συγγενικά

[επεξεργασία]