βενζίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζίνη οι βενζίνες
      γενική της βενζίνης των (βενζινών)
    αιτιατική τη βενζίνη τις βενζίνες
     κλητική βενζίνη βενζίνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πρατήριο βενζίνης.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βενζίνη < οπτικό δάνειο από τη γαλλική benzine + (λήγει σε -ίνη)[1] ή από[2] τη γερμανική Benzin. Η λέξη μαρτυρείται από το 1833. Δείτε και βενζίνα, μπενζίνα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /venˈzi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεν‐ζί‐νη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βενζίνη θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βενζίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)