ιδανικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδανικό | τα | ιδανικά |
γενική | του | ιδανικού | των | ιδανικών |
αιτιατική | το | ιδανικό | τα | ιδανικά |
κλητική | ιδανικό | ιδανικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδανικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιδανικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idéal)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ða.niˈko/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδανικό ουδέτερο
- σημαντικός και υψηλός στόχος ή σκοπός που προσπαθεί να πετύχει ή εκπληρώσει κάποιος
- η (ηθική κυρίως) αξία που θέτει κάποιος ως βάση της προσωπικής του πορείας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιδανικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)