μῦς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μυς

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αρχικά: μυσ- μῠ- σε πολυσύλλαβα, αλλιώς μῡ-
ονομαστική μῦς οἱ μύες, μῦς
      γενική τοῦ μυός τῶν μυῶν
      δοτική τῷ μυῐ̈́ τοῖς μυσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν μῦν τοὺς μῦς, μῦς
     κλητική ! μῦ μῦες, μῦς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύε
γεν-δοτ τοῖν  μυοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μῦς < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *múh₂s. Συγγενή: λατινική mūs, ' mouse. Η σύνδεση των σημασιών «ποντίκι» και «μυς», λόγω της παρόμοιας κίνησής τους. [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μῦς αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ποντίκι
  2. (ανατομία) μυς, μυώνας
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 4, @scaife.perseus
    Περὶ δὲ οὗ ὁ λόγος, ἡ καρδίη μῦς ἐστι κάρτα ἰσχυρὸς, οὐ τῷ νεύρῳ, ἀλλὰ πιλήματι σαρκός. Καὶ δύο γαστέρας ἔχει διακεκριμένας ἐν ἑνὶ περιβόλῳ, τὴν μὲν ἔνθα, τὴν δὲ ἔνθα·
    ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης κάνει μία περιγραφή της καρδιάς.
  3. μύδι
  4. (ιχθυολογία) είδος (μεγάλης) φάλαινας
  5. φίμωτρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]