lapis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lapis | lapis |
lapis (fr) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lapis < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lapis (la) αρσενικό
- πέτρα, λίθος
- οδόσημο
Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: μιλιάριον
- διαχωριστικό σημάδι στα χωράφια
- επιτύμβια στήλη, ταφόπλακα
- πολύτιμος λίθος, κόσμημα (με πολύτιμους λίθους)
- βάθρο (ιδίως για πώληση δούλων)
- (συνεκδοχικά) άγαλμα
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lapis | lapidēs |
γενική | lapidis | lapidum |
δοτική | lapidī | lapidibus |
αιτιατική | lapidem | lapidēs |
κλητική | lapis | lapidēs |
αφαιρετική | lapide | lapidibus |
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lapis (sr)
- λατινική γραφή του лапис
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (λατινικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Γ κλίσης
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)