ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
συγγενικά
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
* ο [[άρρωστος]], που πάσχει από μία [[ασθένεια]]
* ο [[άρρωστος]], που πάσχει από μία [[ασθένεια]]

{{-συγγ-}}
* [[ασθένεια]]
* [[ασθενικός]]
* [[ασθενώ]]

{{-συνθ-}}
* [[ασθενοφόρο]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}

Αναθεώρηση της 21:01, 10 Μαΐου 2009

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς* της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο

  1. που είναι άρρωστος
    οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη
    ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
    το ασθενές φύλο
  3. για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση

Πρότυπο:-ουσ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-μτφ-