ειδικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 74: | Γραμμή 74: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ειδικός]] |
|||
[[en:ειδικός]] |
[[en:ειδικός]] |
||
[[fj:ειδικός]] |
[[fj:ειδικός]] |
Αναθεώρηση της 09:27, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ειδικός | η | ειδική | το | ειδικό |
γενική | του | ειδικού | της | ειδικής | του | ειδικού |
αιτιατική | τον | ειδικό | την | ειδική | το | ειδικό |
κλητική | ειδικέ | ειδική | ειδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ειδικοί | οι | ειδικές | τα | ειδικά |
γενική | των | ειδικών | των | ειδικών | των | ειδικών |
αιτιατική | τους | ειδικούς | τις | ειδικές | τα | ειδικά |
κλητική | ειδικοί | ειδικές | ειδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ειδικός < αρχαία ελληνική εἰδικός
Επίθετο
ειδικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή είδος
- που έχει εξειδικευμένες γνώσεις και μεγάλη εμπειρία σε έναν τομέα, που τον κατέχει σε βάθος
- ειδικοί επιστήμονες εξετάζουν τη βλάβη του αντιδραστήρα
- και ως ουσιαστικό
- θα ασχοληθούν με το θέμα οι ειδικοί
- Πρότυπο:γραμμ ειδικοί σύνδεσμοι: οι σύνδεσμοι ότι και πως οι οποίοι εισάγουν δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που συμπληρώνουν το νόημα ρημάτων λεκτικών, γνωστικών, αισθήσεως, γνώμης, φόβου κλπ
- ειδικές προτάσεις: οι προτάσεις που εισάγονται με αυτούς τους συνδέσμους
- ειδικό απαρέμφατο: το απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής που μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με ειδική πρόταση
Συγγενικά
Ομώνυμα / Ομόηχα
Μεταφράσεις
ειδικός