ανεβάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==

{{προσχέδιο}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{καθ}} [[ἀνεβάζω]] < {{μσν}} [[ἀνεβάζω]] < {{ελνστ}} [[ἀναβάζω]] υπό την επίδραση του [[ἀναβαίνω]] (ανεβαίνω εγώ) και του [[ἀναβιβάζω]] (ανεβάζω κάτι)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* [[μετακινώ]] σε μεγαλύτερο [[ύψος]], μεταφέρω ψηλότερα
# {{λείπει ο ορισμός}}
::*[[αντικείμενο]] και [[αφηρημένο]] ουσιαστικό που δεν αποτελεί αίσθημα-συναίσθημα (το βάζω [[ψηλά]], το [[αυξάνω]], το μεταφέρω σε [[ανώτερη]] θέση ή σε μεγαλύτερη [[τιμή]] -[[δραχμή|δραχμών]], [[μοίρα|μοιρών]] γεωγραφικού πλάτους, [[βαθμού]] μαθήματος, [[πίεση]]ς αρτηριακής, θερμομέτρου, [[συλλαβή]]ς)
::*[[άνθρωπο]] (τον [[προάγω]] επαγγελματικά, τον [[εξυψώνω]] ως προσωπικότητα, του βελτιώνω τη [[διάθεση]])
::*[[συναίσθημα]] (το [[τονώνω]], το [[εξυψώνω]], το [[βελτιώνω]], το [[ενισχύω]])
* [[δημοσιοποιώ]] ή μοιράζομαι με πολύ κόσμο (ανεβάζω μια [[παράσταση]] που είχα σχεδιάσει, ανεβάζω ένα κείμενο ή μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο [[διαδίκτυο]])

===={{συγγενικά}}====
*[[ανέβασμα]]
*[[ανάβαση]]
*[[αναβίβαση]]
*[[ανεβασιά]]
*[[ανεβατός]]
*[[αναβιβάζω]]
*[[ανεβοκατεβάζω]]
*[[ανεβοκατεβαίνω]]

==={{κλίση}}===
{{el-κλίσ-'δροσίζω'|ανεβάζ|ανέβαζ|ανεβάσ|ανέβασ|ανεβασμ}}


===={{σημειώσεις}}====
* το [[παθητικό]] '''ανεβάζομαι''' είναι προφορικό και αδόκιμο για ανθρώπους (ή και κανονικά για όλα τα έμψυχα), αλλά γίνεται χρήση για άψυχα π.χ. για έπιπλα που '''ανεβάζονται''' στον πρώτο όροφο, για βαλίτσες που '''ανεβάστηκαν''' στο πλοίο-αεροπλάνο


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 17:05, 22 Σεπτεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεβάζω < (καθαρεύουσα) ἀνεβάζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνεβάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)

Ρήμα

ανεβάζω

Συγγενικά

Κλίση

Σημειώσεις

  • το παθητικό ανεβάζομαι είναι προφορικό και αδόκιμο για ανθρώπους (ή και κανονικά για όλα τα έμψυχα), αλλά γίνεται χρήση για άψυχα π.χ. για έπιπλα που ανεβάζονται στον πρώτο όροφο, για βαλίτσες που ανεβάστηκαν στο πλοίο-αεροπλάνο

Μεταφράσεις