βάλλω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη lt |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη cs |
||
Γραμμή 92: | Γραμμή 92: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[cs:βάλλω]] |
|||
[[de:βάλλω]] |
[[de:βάλλω]] |
||
[[en:βάλλω]] |
[[en:βάλλω]] |
Αναθεώρηση της 13:42, 15 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βάλλω < αρχαία ελληνική βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelh₁-
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ρήμα
βάλλω, πρτ.: έβαλλα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, παθ.φωνή: βάλλομαι
- εκτελώ βολή, ρίχνω ένα βλήμα
- Η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι πραγματοποιούσε συνηθισμένες στρατιωτικές ασκήσεις στα ανοικτά της δυτικής ακτής όταν η Βόρεια Κορέα αρχίσει να βάλλει με δεκάδες οβίδες, όμως επισήμανε πως τα νοτιοκορεατικά πυρά κατά τα γυμνάσια δεν ήταν προς την κατεύθυνση του βορρά. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23 Νοεμβρίου 2010)
- (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, του αποδίδω μομφή
- Σε ανακοίνωσή του το σωματείο των ηλεκτροδηγών στο Μετρό βάλλει κατά της Διοίκησης της ΑΜΕΛ επισημαίνοντας πως δεν είχε εξαγγελθεί 24ωρη απεργία. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 4 Ιανουαρίου 2011)
Συγγενικά
Εκφράσεις
«τα πυροβόλα έβαλον», παρατ. συνεχώς έβαλον
Άλλες μορφές
ἵημι, απλά ρίπτω, χωρίς να ευστοχώ.
Σύνθετα
Μεταφράσεις
βάλλω
|