τρίχα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 32: | Γραμμή 32: | ||
* γατότριχα |
* γατότριχα |
||
* [[γουρουνότριχα]] |
* [[γουρουνότριχα]] |
||
* [[μουνότριχα]] |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 15:03, 28 Απριλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)
Ουσιαστικό
τρίχα θηλυκό
- νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
- κερατόνημα, κερατονήμα, νήμα κερατίνης
Συγγενικά
- άτριχος
- τριχάρα
- τρίχας
- τριχιά
- τρίχινος
- τριχίτσα
- τριχούλα
- τριχοφυΐα
- τρίχωμα
- τριχωτός
- τριχωτό
- αποτρίχωση
- τριχώνω
- αποτριχώνω
Σύνθετα
- αλογότριχα
- αγριότριχα
- γατότριχα
- γουρουνότριχα
- μουνότριχα
Εκφράσεις
- κάνω την τρίχα τριχιά: υπερβάλλω
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο): εντυπωσιάζομαι, εκπλήσσομαι ή τρομάζω, φρικιώ κλπ
- παρά τρίχα: παρά λίγο
- στην τρίχα: πάρα πολύ κομψός, στην πένα
- τρίχα-τρίχα
- τρίχες (κατσαρές): μπούρδες
Σημειώσεις
- στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι
Μεταφράσεις
τρίχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρίχα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
τρίχα
Συνώνυμα
- (ποιητικό) τριχθά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τρίχα