διδάσκαλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{σημειώσεις}}: τυπο! |
ενημέρωση προτύπων |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|Διδάσκαλος}} |
{{δείτε|Διδάσκαλος}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'δάσκαλος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|διδάσκαλος}}. ''Δείτε και'' [[δάσκαλος]] |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
* [[αλληλοδιδασκαλία]] |
|||
* [[γραμματοδιδάσκαλος]] (''παρωχημένο'') |
* [[γραμματοδιδάσκαλος]] (''παρωχημένο'') |
||
* [[δημοδιδάσκαλος]], [[δημοδιδασκάλισσα]] |
* [[δημοδιδάσκαλος]], [[δημοδιδασκάλισσα]] |
Αναθεώρηση της 00:30, 8 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διδάσκαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάσκαλος. Δείτε και δάσκαλος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
διδάσκαλος αρσενικό (λόγιο), θηλυκό διδασκάλισσα
- δάσκαλος
- (γενικότερα) δάσκαλος ή λόγιος μεγάλου κύρους
- οι διδάσκαλοι του Γένους
Εκφράσεις
Σύνθετα
- αλληλοδιδασκαλία
- γραμματοδιδάσκαλος (παρωχημένο)
- δημοδιδάσκαλος, δημοδιδασκάλισσα
- ελληνοδιδάσκαλος, ελληνοδιδασκάλισσα (παρωχημένο)
- ιεροδιδάσκαλος
- μουσικοδιδάσκαλος
- νομοδιδάσκαλος
- οικοδιδάσκαλος (παρωχημένο)
- χοροδιδάσκαλος (παρωχημένο)
Συγγενικά
- διδασκαλείο
- διδασκαλία
- διδασκαλικός
- διδασκαλεία
- διδασκάλια
- και → δείτε τη λέξη διδάσκω
Μεταφράσεις
διδάσκαλος
→ δείτε τη λέξη δάσκαλος |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διδάσκαλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διδάσκαλος αρσενικό (σπανίως και θηλυκό)
- δάσκαλος, διδάσκαλος
- ※ 4ος αιώνας πΚΕ Θουκυδίδης (c.460‑c.399 πΚΕ), Ἱστορίαι, 3.82.2 @greek‑language.gr Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος
- ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ.
- Αλλ᾽ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.
- ※ 70-110 ΚΕ Κατὰ Ματθαῖον Εὐανγέλιον, η', 19
- καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ, Διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ
- ※ 4ος αιώνας πΚΕ Θουκυδίδης (c.460‑c.399 πΚΕ), Ἱστορίαι, 3.82.2 @greek‑language.gr Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος
Σημειώσεις
Σύνθετα
- ἀσωτοδιδάσκαλος
- διθυραμβοδιδάσκαλος
- δουλοδιδάσκαλος
- ἐρωτοδιδάσκαλος
- ἑτεροδιδάσκαλος
- γεροντοδιδάσκαλος
- γραμματοδιδάσκαλος
- ἱεροδιδάσκαλος
- καλοδιδάσκαλος
- κυκλιοδιδάσκαλος
- κωμῳδοδιδάσκαλος
- λογοδιδάσκαλος
- νομοδιδάσκαλος
- ὁπλοδιδάσκαλος
- ὀρχηστοδιδάσκαλος
- παιδοδιδάσκαλος
- ποιητοδιδάσκαλος
- πονηροδιδάσκαλος
- πορνοδιδάσκαλος
- τραγῳδοδιδάσκαλος
- τυραννοδιδάσκαλος
- ὑμνοδιδάσκαλος
- ὑποδιδάσκαλος
- χαμαιδιδάσκαλος
- χοροδιδάσκαλος
- ψευδοδιδάσκαλος
Συγγενικά
- δίδακτρα
- διδάκτρια
- διδασκαλεῖον
- διδασκαλεύω
- διδασκαλέω
- διδαχή
- και → δείτε τη λέξη διδάσκω
Πηγές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)