ποδάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση προτύπων, ΔΦΑ, διάταξη συνθέτων σε α...ω ροή // + ΜΣΝ |
→{{σύνθετα}}: παραείνα πολλά, λημματοποίηση β συνθετικού |
||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
==={{σύνθετα}}=== |
==={{σύνθετα}}=== |
||
* [[ποδαρόδρομος]] |
* [[ποδαρόδρομος]] |
||
* [[-πόδαρα]] {{π-κατ||-πόδαρα]] |
|||
''με δεύτερο συνθετικό'' |
|||
* [[-πόδαρος]] {{π-κατ||-πόδαρος]] |
|||
{{((|κολόνες=3}} |
|||
* [[-πόδαρο]] {{π-κατ||-πόδαρο]] |
|||
* [[ανεμοπόδαρος]] |
|||
* [[βρομοπόδαρο]] |
|||
* [[βρομοπόδαρος]], [[βρομοποδαράς]] |
|||
* [[γοργοπόδαρος]] |
|||
* [[κακοπόδαρος]] |
|||
* [[καλαμοπόδαρος]] |
|||
* [[καλοπόδαρος]] |
|||
* [[καρεκλοπόδαρο]] |
|||
* [[κατσικοπόδαρος]] |
|||
* [[λαγοπόδαρο]] |
|||
* [[μακροπόδαρος]] |
|||
* [[μονοπόδαρος]] |
|||
* [[νυχοπόδαρα]] |
|||
* [[ξεποδαριάζω]] |
|||
* [[ξεποδάριασμα]] |
|||
* [[ξυλοπόδαρο]] |
|||
* [[ξυλοπόδαρος]] |
|||
* [[πλατυπόδαρος]] |
|||
* [[σαρανταποδαρούσα]] |
|||
* [[στραβοπόδαρος]] |
|||
* [[τραγοπόδαρος]] |
|||
* [[φτεροπόδαρος]] |
|||
* [[χειροπόδαρα]], [[χεροπόδαρα]] |
|||
* [[χοντροπόδαρος]] |
|||
{{))}} |
|||
* {{Π:ΑΛΝΕ|ποδαρος}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 14:42, 12 Απριλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
γενική | του | ποδαριού | των | ποδαριών |
αιτιατική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
κλητική | ποδάρι | ποδάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ποδάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποδάρι < ποδάριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποδάριον, υποκοριστικό του πούς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δά‐ρι
Ουσιαστικό
ποδάρι ουδέτερο
- (οικείο) το πόδι
- ※ Το πνεύμα μου σκοτίζεται· / η γη υπό τα ποδάρια μου / γέρνει. (Ανδρέας Κάλβος, Το Φάσμα [ποίημα])
Εκφράσεις
- δουλειές του ποδαριού: ευκαιριακές εργασίες
- ο διάολος έχει πολλά ποδάρια
- έσπασε ο διάολος το ποδάρι του
- σήκωσε τον κόσμο στο ποδάρι
- όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια
Συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις ποδο- και πόδι
Σύνθετα
- ποδαρόδρομος
- -πόδαρα {{π-κατ||-πόδαρα]]
- -πόδαρος {{π-κατ||-πόδαρος]]
- -πόδαρο {{π-κατ||-πόδαρο]]
Μεταφράσεις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
ποδάρι {{}}
- άλλη μορφή του ποδάριον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)