σύμπλεγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύμπλεγμα < ελληνιστική κοινή σύμπλεγμα < αρχαία ελληνική συμπλέκω < σύν + πλέκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύμπλεγμα ουδέτερο
- ενιαίο σύνολο ετερόκλητων στοιχείων συνδεμένων μεταξύ τους
- (ψυχιατρική) τραυματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας, που εδράζονται στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο τη συμπεριφορά ενός ενήλικα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυμπλεγμάτιστος
- συμπλεγματικός
- → δείτε τη λέξη συμπλέκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)