αδιόρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιόρατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιόρατος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική imperceptible[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ðiˈo.ɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ό‐ρα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιόρατος, -η, -ο
- που διακρίνεται με πολύ μεγάλη δυσκολία, που ίσα ίσα φαίνεται
- μιλούσε με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιόρατος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδιόρατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)