αλιβάνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλιβάνιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν τον έχουν λιβανίσει με λιβάνι, που δεν τον έχουν θυμιάσει
- (κατ’ επέκταση) που δεν (έχει) πάει στην εκκλησία να λειτουργηθεί
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κολακεύσει