αντρούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντρούλης < άντρ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντρούλης αρσενικό (θηλυκό γυναικούλα)
- (χαϊδευτικό) για τον σύζυγο ή σύντροφο
- ↪ ο αντρούλης μου κάνει ένα σωρό δουλειές μέσα στο σπίτι
- (ειρωνικό) για τον σύζυγο άλλης γυναίκας
- ↪ Τον έχει μη στάξει και μη βρέξει τον αντρούλη της, έναν χαραμοφάη, γυναικά, χαρτόμουτρο, ό,τι κουσούρι και να πεις, μέσα θα πέσεις για δαύτον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντρούλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)