απροκάλυπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροκάλυπτος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπροκάλυπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπροκαλύπτως (επίρρημα) [1]. Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + προ- + καλύπτ(ω) + -ος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pɾoˈka.li.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐προ‐κά‐λυ‐πτος
Επίθετο[επεξεργασία]
απροκάλυπτος, -η, -ο
- που λέγεται ή γίνεται χωρίς συγκάλυψη ή προσχήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απροκάλυπτα
- απροκαλύπτως
- → δείτε τις λέξεις προκαλύπτω και καλύπτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροκάλυπτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απροκάλυπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)