βέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βέρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Βέρες.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βέρα οι βέρες
      γενική της βέρας
    αιτιατική τη βέρα τις βέρες
     κλητική βέρα βέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

βέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική vera < λατινική vera, θηλυκό του verus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βέρα θηλυκό

  1. το ένα από το ζεύγος δαχτυλιδιών του αρραβώνα ή του γάμου
  2. (ιδιωματικό) (κεφαλονίτικο ιδίωμα) ενώτιο κυκλικού σχήματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

βέρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική vére (παράδοση)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βέρα θηλυκό

  1. (κρητικά) ανακωχή
  2. (ιδιωματικό) χρονική περίοδος, φορά

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
  • βέρα, τόμος Γ, 1942 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

βέρα : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βέρα θηλυκό ή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βέρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βέρο) του βέρος