βραχυχρόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυχρόνιος η βραχυχρόνια το βραχυχρόνιο
      γενική του βραχυχρόνιου της βραχυχρόνιας του βραχυχρόνιου
    αιτιατική τον βραχυχρόνιο τη βραχυχρόνια το βραχυχρόνιο
     κλητική βραχυχρόνιε βραχυχρόνια βραχυχρόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυχρόνιοι οι βραχυχρόνιες τα βραχυχρόνια
      γενική των βραχυχρόνιων των βραχυχρόνιων των βραχυχρόνιων
    αιτιατική τους βραχυχρόνιους τις βραχυχρόνιες τα βραχυχρόνια
     κλητική βραχυχρόνιοι βραχυχρόνιες βραχυχρόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχυχρόνιος < αρχαία ελληνική βραχυχρόνιος < βραχύς + χρόνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾa.çiˈxɾo.ni.os/

Επίθετο[επεξεργασία]

βραχυχρόνιος, -α, -ο

  • που έχει σχετικά μικρή χρονική διάρκεια

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]