βυσσινής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βυσσινής | η | βυσσινιά | το | βυσσινί |
γενική | του | βυσσινή & βυσσινιού |
της | βυσσινιάς | του | βυσσινιού (βυσσινί) |
αιτιατική | τον | βυσσινή | τη | βυσσινιά | το | βυσσινί |
κλητική | βυσσινή | βυσσινιά | βυσσινί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βυσσινιοί | οι | βυσσινιές | τα | βυσσινιά |
γενική | των | βυσσινιών | των | βυσσινιών | των | βυσσινιών |
αιτιατική | τους | βυσσινιούς | τις | βυσσινιές | τα | βυσσινιά |
κλητική | βυσσινιοί | βυσσινιές | βυσσινιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, βυσσινί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.siˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυσ‐σι‐νής
Επίθετο[επεξεργασία]
βυσσινής, -ιά, -ί και άκλιτο βυσσινί
- που έχει βυσσινί χρώμα, το χρώμα του βύσσινου
βυσσινής (χρώμα): - ≈ συνώνυμα: → δείτε πορφυρός, μπορντό, βαθυκόκκινος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βύσσινο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυσσινής
|