γωνιοκόρυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γωνιοκόρυφος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γωνιοκόρυφος [1] < γωνιο- + κορυφ(ή) + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
γωνιοκόρυφος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γωνιοκόρυφος
|
Επίθετο[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | γωνιοκόρυφος | τὸ | γωνιοκόρυφον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | γωνιοκορύφου | τοῦ | γωνιοκορύφου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | γωνιοκορύφῳ | τῷ | γωνιοκορύφῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | γωνιοκόρυφον | τὸ | γωνιοκόρυφον | ||
κλητική ὦ! | γωνιοκόρυφε | γωνιοκόρυφον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | γωνιοκόρυφοι | τὰ | γωνιοκόρυφα | ||
γενική | τῶν | γωνιοκορύφων | τῶν | γωνιοκορύφων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | γωνιοκορύφοις | τοῖς | γωνιοκορύφοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | γωνιοκορύφους | τὰ | γωνιοκόρυφα | ||
κλητική ὦ! | γωνιοκόρυφοι | γωνιοκόρυφα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
γωνιοκόρυφος, -ος, -ον [2]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Σύγχρονον ορθογραφικόν-ερμηνευτικόν λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης: (καθαρευούσης-δημοτικής), Διαγόρας Εκδοτ. Οργανισμός, 1961
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γωνιο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Επίθετα (καθαρεύουσα)
- Επίθετα με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)