ενοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ενοποιός | το | ενοποιό | ||
γενική | του/της | ενοποιού | του | ενοποιού | ||
αιτιατική | τον/την | ενοποιό | το | ενοποιό | ||
κλητική | ενοποιέ | ενοποιό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ενοποιοί | τα | ενοποιά | ||
γενική | των | ενοποιών | των | ενοποιών | ||
αιτιατική | τους/τις | ενοποιούς | τα | ενοποιά | ||
κλητική | ενοποιοί | ενοποιά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ά. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑνοποιός < ἑνοποιέω / ἑνοποιῶ < ἕν + -ο- + -ποιός (ποιέω / ποιῶ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.no.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐ποι‐ός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενοποιός, -ός, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ένας και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενοποιός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ειδοποιός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)