ευλάβεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλάβεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐλάβεια (προσοχή, ελληνιστική σημασία: ευλάβεια)[1] < εὐλαβής < εὖ + λαμβάνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈvla.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λά‐βει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευλάβεια θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με (θρησκευτική) ευλάβεια: (μεταφορικά) προσεκτικά, με προσήλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλάβεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευλάβεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)