κόκορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόκορας οι κόκορες
& κοκόροι
      γενική του κόκορα των κοκόρων
    αιτιατική τον κόκορα τους κόκορες
& κοκόρους
     κλητική κόκορα κόκορες
& κοκόροι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Και γενική ενικού, του κοκόρου.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόκορας: (ηχομιμητική λέξη) (από το κο κο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.ko.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐κο‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένας κόκορας

κόκορας αρσενικό

  1. (πτηνό) το αρσενικό της κότας
  2. ο επικρουστήρας των πυροβόλων όπλων

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κάνω τον κόκορα : παριστάνω τον γενναίο, χωρίς να είμαι
  • κοκόρου γνώση : έλλειψη εξυπνάδας
  • μαλώνουν σαν κοκόρια : καβγαδίζουν συνέχεια → δείτε τη λέξη κοκόρι
  • όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει : όταν εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι σε μια υπόθεση, τα πράγματα εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς ή τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά
  • τα φορτώνω στον κόκορα : αδιαφορώ για, εγκαταλείπω μια δουλειά που πρέπει να κάνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]