κόλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόλακας οι κόλακες
      γενική του κόλακα των κολάκων
    αιτιατική τον κόλακα τους κόλακες
     κλητική κόλακα κόλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόλακας < αρχαία ελληνική κόλαξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόλακας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]