μόνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μονό, Μονό, μονο-, μονό-, μονῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μόνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόνον < μόνος (επίθετο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νο
τονικό παρώνυμο: μονό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μόνο

  1. αποκλειστικά, μοναχά
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

μόνο αντιθετικός σύνδεσμος (που συνδέει αντιθετικά με τα προηγούμενα)

  1. αλλά, όμως
  2. (δηλώνει όρο ή προϋπόθεση) υπό τον όρο, αρκεί να,
    άλλες μορφές: μόνο που
  3. (σε θέση χρονικοϋποθετικού συνδέσμου) εμφατικό
     συνώνυμα: και μόνο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μόνο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μόνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μόνος