παρευρισκόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρευρισκόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρευρισκόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος παρευρίσκω (ανακαλύπτω ξανά)
- και ουσιαστικοποιημένο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾe.vɾiˈsko.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρευ‐ρι‐σκό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παρευρισκόμενος | η | παρευρισκόμενη | το | παρευρισκόμενο |
γενική | του | παρευρισκόμενου | της | παρευρισκόμενης | του | παρευρισκόμενου |
αιτιατική | τον | παρευρισκόμενο | την | παρευρισκόμενη | το | παρευρισκόμενο |
κλητική | παρευρισκόμενε | παρευρισκόμενη | παρευρισκόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παρευρισκόμενοι | οι | παρευρισκόμενες | τα | παρευρισκόμενα |
γενική | των | παρευρισκόμενων | των | παρευρισκόμενων | των | παρευρισκόμενων |
αιτιατική | τους | παρευρισκόμενους | τις | παρευρισκόμενες | τα | παρευρισκόμενα |
κλητική | παρευρισκόμενοι | παρευρισκόμενες | παρευρισκόμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
παρευρισκόμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που παρίσταται σε ένα χώρο μαζί με άλλους, που παρακολουθεί με άλλους μια εκδήλωση
- ↪ Οι θεατές που ήταν παρευρισκόμενοι τα έχασαν όταν ο κεντρικός ομιλητής ξαφνικά...
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παρευρισκόμενος | οι | παρευρισκόμενοι |
γενική | του | παρευρισκόμενου & παρευρισκομένου |
των | παρευρισκόμενων & παρευρισκομένων |
αιτιατική | τον | παρευρισκόμενο | τους | παρευρισκόμενους & παρευρισκομένους |
κλητική | παρευρισκόμενε | παρευρισκόμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής παρευρισκόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
παρευρισκόμενος αρσενικό (θηλυκό παρευρισκόμενη, παρωχημένο: παρευρισκομένη)
- (λόγιο) που είναι παρών, που παρευρίσκεται
- ↪ οι παρευρισκόμενοι να καθίσουν παρακαλώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παραβρισκόμενος (δημοτική, σπάνιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
παρευρισκόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (παρευρίσκομαι ) του ρήματος παρευρίσκω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)