πομφός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πομφός | οι | πομφοί |
γενική | του | πομφού | των | πομφών |
αιτιατική | τον | πομφό | τους | πομφούς |
κλητική | πομφέ | πομφοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πομφός < αρχαία ελληνική πομφός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πομφός αρσενικό
- φουσκάλα, φλύκταινα, πομφόλυγα
- (ιατρική) τύπος βλατίδας ή πλάκας που προκαλείται από παροδικό οίδημα δέρματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πομφόλυγα θηλυκό, πομφόλυγας αρσενικό, (καθαρεύουσα): πομφόλυξ (θηλ. & αρσ.)
- πομφολυγώδης
- πομφώδης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πομφός | οἱ | πομφοί |
γενική | τοῦ | πομφοῦ | τῶν | πομφῶν |
δοτική | τῷ | πομφῷ | τοῖς | πομφοῖς |
αιτιατική | τὸν | πομφόν | τοὺς | πομφούς |
κλητική ὦ! | πομφέ | πομφοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πομφώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πομφοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πομφός < Συγγενές με πομφόλυξ, πομφολύζω. Πιθανόν σχετικό με τη λέξη ἡ πέμφιξ, τῆς πέμφῑγος (ριπή, πνοή, φυσαλίδα) → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πομφός αρσενικό
- (ιατρική) φουσκάλα, φλύκταινα
- καταπίμπλαται πομφών: γεμίζει πομφούς (Ιπποκράτης (460‑377 π.Κ.Ε.), De Morbis, Lib. II.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)