προξενητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προξενητής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική προξενητής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.kse.niˈtis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προξενητής αρσενικό (θηλυκό: προξενήτρα)
- (επάγγελμα) κάποιος που διαπραγματεύεται έναν γάμο για λογαριασμό άλλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προξενητής
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | προξενητής | οἱ | προξενηταί |
γενική | τοῦ | προξενητοῦ | τῶν | προξενητῶν |
δοτική | τῷ | προξενητῇ | τοῖς | προξενηταῖς |
αιτιατική | τὸν | προξενητήν | τοὺς | προξενητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | προξενητᾰ́ | προξενηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προξενητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προξενηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προξενητής < προξενῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προξενητής αρσενικό
- διαπραγματευτής
- (επάγγελμα) προξενητής, κάποιος που διαπραγματεύεται έναν γάμο για λογαριασμό άλλου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)