προορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προορισμός < αρχαία ελληνική προορισμός < προορίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προορισμός αρσενικό
- ο τόπος για τον οποίο προορίζεται ένας ταξιδιώτης
- ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει ένας άνθρωπος ή αντικείμενο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προορίζω